- άγριο ζώο
- ѕвер
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… … Dictionary of Greek
θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 … Dictionary of Greek
κροκόττας — και κοροκόττας και κοροκότας και κροκούττας, ὁ (Α) άγριο ζώο που, καθώς πιστευόταν, προέρχεται από τη μίξη σκύλου και λύκου, πιθ. η ύαινα («κροκούττας δ εστί μείγμα λύκου και κυνός», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. crocotta, corocotta, crocuta, άγριο … Dictionary of Greek
φήρ — ηρός, ὁ, Α 1. άγριο ζώο 2. στον πληθ. οἱ φῆρες προσωνυμία τών Κενταύρων και τών Σατύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αιολ. τ. τής λ. θήρ (< ΙΕ ρίζα *ghwēr «άγριο ζώο», πρβλ. λατ. ferus, βλ. και λ. θήρ)] … Dictionary of Greek
θηριοτροφώ — θηριοτροφῶ, έω (Α) [θηριοτρόφος] (μόνο ως παθ.) θηριοτροφοῡμαι, έομαι ανατρέφομαι σαν άγριο ζώο, γυμνάζομαι από άλλον σαν άγριο θηρίο … Dictionary of Greek
ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
αγριμικός — ή, ό [αγρίμι] 1. αυτός που προέρχεται από αίγαγρο 2. το ουδ. ως ουσ. το αγριμικό αγρίμι, άγριο ζώο … Dictionary of Greek
δακετόν — και δάκετον, το (Α) θηρίο που δαγκώνει, άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δάκος, το. Παράγεται (θ.) δακ , τού δακείν, απαρμφ. αορ. τού δάκνω, + (επίθημα) ετο (πρβλ. αιρ ετός, επαιν ετός, ερπ ετόν)] … Dictionary of Greek
διασφηκούμαι — διασφηκοῡμαι ( όομαι) (Α) 1. γίνομαι σαν σφήκα, σφίγγομαι στη μέση («εἶτα θαυμάζει μ ὁρῶν μέσον διεσφηκωμένον») 2. δένω σφιχτά («θῶρα κυβερνητῆρα διεσφήκωσε χαλινῷ» έδεσε σφιχτά με χαλινάρι το άγριο ζώο, το δεμένο στο αμάξι) … Dictionary of Greek